Νίκος Κουτσιαράς, Ζήσης Μανούζας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Στην διάρκεια της πρώτης και φαινομενικώς ανέφελης δεκαετίας της ΟΝΕ, η ΕΚΤ εκ των πραγμάτων (και δια των πολιτικών επιτοκίου και ενεχύρων) ενθαρρύνει τον υπέρμετρο δανεισμό της Ελλάδας και, επομένως, ευνοεί μάλλον, παρά αποτρέπει την επιδείνωση των δίδυμων ελληνικών ελλειμμάτων. Ακριβολογώντας, η ΕΚΤ διευκολύνει μάλλον, παρά αποθαρρύνει την απερίσκεπτη και αμέριμνη εγχώρια πολιτική οικονομία – διευκολύνει, με άλλα λόγια, την παραμέληση της δομικής και μακροοικονομικής προσαρμογής της χώρας. Όταν εκδηλώνεται η κρίση, η ΕΚΤ αντιτίθεται σφοδρώς στην έγκαιρη αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, σε πείσμα των αναμφίλεκτων, σχεδόν, εμπειρικών δεδομένων και προς χάριν της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην ευρωζώνη (και, ειδικότερα, προς όφελος των τραπεζών που κατέχουν ελληνικά ομόλογα). Αντί της έγκαιρης αναδιάρθρωσης του χρέους, η ΕΚΤ υποστηρίζει τον επίσημο δανεισμό της ελληνικής κυβέρνησης και, επίσης, χορηγεί ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, αποδεχόμενη, κατ’ εξαίρεση, ως ενέχυρα τα υποβαθμισμένα ομόλογα της ελληνικής κυβέρνησης – μέρος των οποίων αγοράζει στο πλαίσιο του (έκτακτου) προγράμματος αγοράς τίτλων, χωρίς να υποστεί ζημίες όταν, μεταγενέστερα (2012) και, ίσως πολύ αργά, επιχειρείται η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους προς τον ιδιωτικό τομέα. Ως αντιστάθμισμα σε αυτά, η ΕΚΤ πιέζει, μέσω της συμμετοχής της στην τρόικα, για την ταχεία (και αυτοαναιρούμενη, βεβαίως) δημοσιονομική εξυγίανση και την θεσμική οικονομική απορρύθμιση. Καθοριστική αποδεικνύεται, όμως, η (αμφιλεγόμενη πάντως) στάση της ΕΚΤ αναφορικώς με την παροχή έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα από την Τράπεζα της Ελλάδος προς τις εμπορικές τράπεζες, επηρεάζοντας και, εν πολλοίς, προδιαγράφοντας την έκβαση της διαπραγμάτευσης της ελληνικής κυβέρνησης με τους πιστωτές της τον Ιούλιο του 2015. Η συμπεριφορά της ΕΚΤ αποτελεί μοιραία έκφραση της θέσης και του ρόλου της ως κεντρικής τράπεζας μίας νομισματικής ένωσης (ανομοιογενών οικονομιών) που αποστρέφεται τις μεταβιβάσεις. Η συμπεριφορά της ΕΚΤ, τέλος, μοιάζει να προσαρμόζεται στο πλαίσιο μίας ανταλλακτικής σχέσης μεταξύ ανεξαρτησίας και συντηρητικής (αντιπληθωριστικής) επιμονής – θέτοντας υπό αμφισβήτηση την συμβατική αντίληψη περί θετικής αλληλεξάρτησής τους.

Πλήρες Κείμενο

Κατηγορίες: Όλες οι δημοσιεύσεις
Αναλυτές
Νίκος Κουτσιαράς Κύριος Ερευνητής, Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, Μακροοικονομική πολιτική, Πολιτική απασχόλησης και αγοράς εργασίας