Το παρόν κείμενο πολιτικής παρουσιάζει ορισμένα πρώτα ευρήματα από μια έρευνα γνώμης για τη νεολαία σχετικά με την αναντιστοιχία προσόντων στην Ελλάδα. Η έρευνα διεξήχθη στο πλαίσιο του χρηματοδοτούμενου από επιχορηγήσεις ΕΟΧ ερευνητικού έργου “Youth employment and gender equality: Mobilizing human capital for sustainable growth in Greece”, το οποίο υλοποιείται από το ΕΛΙΑΜΕΠ και το νορβηγικό ινστιτούτο Fafo. Το έργο αποσκοπεί στην καταγραφή και ανάλυση των συνθηκών στην ελληνική αγορά εργασίας, με έμφαση στα κυριότερα εμπόδια που περιορίζουν την πρόσβαση των νέων σε αυτήν, αλλά και στην επαγγελματική τους πρόοδό μόλις βρουν εργασία. Εν αναμονή μιας πιο εμπεριστατωμένης ανάλυσης των ευρημάτων, τα προκαταρκτικά στοιχεία που παρουσιάζονται εδώ αναδεικνύουν ορισμένες πτυχές του φαινομένου της αναντιστοιχίας προσόντων στην Ελλάδα, ειδικά για τους νέους, και μας βοηθούν να σκιαγραφήσουμε την κατεύθυνση των προτάσεων πολιτικής μας.

  • Η αναντιστοιχία δεξιοτήτων αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τις σύγχρονες οικονομίες, καθώς οδηγεί στην αναποτελεσματική αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού, μειώνοντας την παραγωγικότητα και το αναπτυξιακό δυναμικό.
  • Έρευνες δείχνουν ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα αναντιστοιχίας δεξιοτήτων.
  • Τα ευρήματα μιας έρευνας για τη νεολαία που παρουσιάζεται εδώ:
    • Επιβεβαιώνουν το πρόβλημα για την ελληνική αγορά εργασίας τόσο στην κάθετη (υπέρ/ υποεκπαίδευση) όσο και στην οριζόντια (πεδίο σπουδών) διάσταση του.
    • Δείχνουν ότι επηρεάζει πτυχιούχους όλων των βαθμίδων και προσανατολισμού (π.χ. επαγγελματική κατάρτιση) του εκπαιδευτικού συστήματος.
    • Αποτυπώνουν την πεποίθηση των νέων ότι το εκπαιδευτικό σύστημα δεν τους προετοιμάζει με ικανοποιητικό τρόπο για την αγορά εργασίας.
    • Δείχνουν ότι η αναντιστοιχία δεξιοτήτων αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την είσοδο των νέων στην αγορά εργασίας.
    • Επιβεβαιώνουν την έλλειψη ευκαιριών μάθησης για τους απασχολούμενους, ένας παράγοντας που οι νέοι θεωρούν σημαντικό για την πρόοδο της σταδιοδρομίας τους.
    • Αποκαλύπτουν ότι οι νέοι απορρίπτουν συχνά θέσεις εργασίας λόγω χαμηλών μισθών και μη ικανοποιητικών συνθηκών απασχόλησης, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι αναφερόμενες ελλείψεις δεξιοτήτων οφείλονται επίσης στους όρους απασχόλησης που προσφέρονται από τις επιχειρήσεις.
  • Οι παρεμβάσεις πολιτικής θα πρέπει να είναι πολύπλευρες με στόχο τόσο το εκπαιδευτικό σύστημα όσο και την οικονομία.
  • Η ενημέρωση των μαθητών (και σπουδαστών/ φοιτητών) και των προγραμμάτων σπουδών (ιδίως στην επαγγελματική κατάρτιση) με δεδομένα σχετικά με τις εξελίξεις και τις τάσεις της αγοράς εργασίας είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση του προβλήματος της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων.

Το Κείμενο Πολιτικής υπογράφει ο Δημήτρης Κατσίκας, Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής Παρατηρητηρίου Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος Ερευνητικής Έδρας «Σταύρος Κωστόπουλος», ΕΛΙΑΜΕΠ. Μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.


Εισαγωγή

“…ο αντίκτυπος διαχρονικών, διεθνών τάσεων, όπως η παγκοσμιοποίηση, οι δημογραφικές εξελίξεις, η ψηφιοποίηση και η πράσινη μετάβαση, έχουν αναγκάσει όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ να αναπροσαρμόσουν τα βασικά χαρακτηριστικά των οικονομιών τους. Οι εξελίξεις αυτές έχουν δημιουργήσει την ανάγκη για νέους συνδυασμούς δεξιοτήτων και για προσανατολισμό της εκπαίδευσης προς νέες κατευθύνσεις. ”

Με την ευρεία έννοια, ο όρος «αναντιστοιχία προσόντων» αναφέρεται στην αναντιστοιχία μεταξύ των προσόντων των εργαζομένων και των απαιτήσεων των διαθέσιμων θέσεων στην αγορά εργασίας. Το ζήτημα αυτό έχει βρεθεί στο επίκεντρο της προσοχής τα τελευταία χρόνια, ιδίως στην Ευρώπη. Το αυξημένο αυτό ενδιαφέρον σχετίζεται, ως ένα βαθμό, με τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, η οποία οδήγησε στην αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην εξεύρεση εργασίας που να ανταποκρίνεται στα εκπαιδευτικά τους προσόντα ή/και στις δεξιότητές τους. Πέρα από τις επιπτώσεις της κρίσης, ο αντίκτυπος διαχρονικών, διεθνών τάσεων, όπως η παγκοσμιοποίηση, οι δημογραφικές εξελίξεις, η ψηφιοποίηση και η πράσινη μετάβαση, έχουν αναγκάσει όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ να αναπροσαρμόσουν τα βασικά χαρακτηριστικά των οικονομιών τους. Οι εξελίξεις αυτές έχουν δημιουργήσει την ανάγκη για νέους συνδυασμούς δεξιοτήτων και για επαναπροσανατολισμό της εκπαίδευσης προς νέες κατευθύνσεις.

“…το πρόβλημα της αναντιστοιχίας προσόντων στην Ελλάδα φαίνεται να έχει τις ρίζες του σε βαθύτερες διαρθρωτικές αδυναμίες τόσο της ελληνικής οικονομίας, όσο και του εκπαιδευτικού συστήματος, οι οποίες δεδομένων των προαναφερθεισών προκλήσεων συνιστούν σοβαρή αιτία ανησυχίας για την Ελλάδα.”

Η αναντιστοιχία δεξιοτήτων στην Ελλάδα θεωρείται πως είναι εκτεταμένη, με τη χώρα να καταλαμβάνει συνήθως τις τελευταίες θέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ σε διάφορες σχετικές κατατάξεις (π.χ., Cedefop 2019, 2020a· OECD 2019). Η οικονομική κρίση επιδείνωσε την κατάσταση, καθώς άτομα υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου ή/και εξειδίκευσης αδυνατούσαν να βρουν εργασία, γεγονός που σε συνδυασμό με τη σημαντική αύξηση της υπερεκπαιδευμένης εργασίας (ΣΕΒ 2019) οδήγησε σε φαινόμενα brain drain (διαρροής εγκεφάλων) και brain waste (απαξίωσης εγκεφάλων), καθώς μεγάλος αριθμός εργαζομένων είτε εγκατέλειψε τη χώρα, είτε παρέμεινε μακροχρόνια άνεργος ή υποαπασχολούμενος. Πέραν ωστόσο των επιπτώσεων της κρίσης, το πρόβλημα της αναντιστοιχίας προσόντων στην Ελλάδα φαίνεται να έχει τις ρίζες του σε βαθύτερες διαρθρωτικές αδυναμίες τόσο της ελληνικής οικονομίας, όσο και του εκπαιδευτικού συστήματος, οι οποίες δεδομένων των προαναφερθεισών προκλήσεων συνιστούν σοβαρή αιτία ανησυχίας για την Ελλάδα.

Το παρόν κείμενο πολιτικής παρουσιάζει ορισμένα πρώτα ευρήματα από μια έρευνα γνώμης για τη νεολαία σχετικά με την αναντιστοιχία προσόντων στην Ελλάδα. Η έρευνα διεξήχθη στο πλαίσιο του χρηματοδοτούμενου από επιχορηγήσεις ΕΟΧ ερευνητικού έργου “Youth employment and gender equality: Mobilizing human capital for sustainable growth in Greece”, το οποίο υλοποιείται από το ΕΛΙΑΜΕΠ και το νορβηγικό ινστιτούτο Fafo. Το έργο αποσκοπεί στην καταγραφή και ανάλυση των συνθηκών στην ελληνική αγορά εργασίας, με έμφαση στα κυριότερα εμπόδια που περιορίζουν την πρόσβαση των νέων σε αυτήν, αλλά και στην επαγγελματική τους πρόοδό μόλις βρουν εργασία. Εν αναμονή μιας πιο εμπεριστατωμένης ανάλυσης των ευρημάτων, τα προκαταρκτικά στοιχεία που παρουσιάζονται εδώ αναδεικνύουν ορισμένες πτυχές του φαινομένου της αναντιστοιχίας προσόντων στην Ελλάδα, ειδικά για τους νέους, και μας βοηθούν να σκιαγραφήσουμε την κατεύθυνση των προτάσεων πολιτικής μας.

Η έννοια της αναντιστοιχίας προσόντων

Η έννοια της αναντιστοιχίας προσόντων χρησιμοποιείται συχνά στο δημόσιο διάλογο με έναν γενικό τρόπο, υποδηλώνοντας συνήθως το φαινόμενο της υπερεκπαιδευμένης εργασίας, ενώ μερικές φορές αναφέρεται και στη συζήτηση για την έλλειψη (shortage) δεξιοτήτων στην οικονομία. Ωστόσο, τα δύο αυτά φαινόμενα διαφέρουν και θέτουν διαφορετικές οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις. Στην πραγματικότητα η αναντιστοιχία δεξιοτήτων είναι ένα σύνθετο και πολύπλευρο φαινόμενο και προκειμένου να διαμορφώσουμε κατάλληλες προτάσεις πολιτικής οφείλουμε να οριοθετήσουμε τις διαφορετικές διαστάσεις του.[1]

Πρώτον, υπάρχει η λεγόμενη κάθετη διάσταση, η οποία μετρά την υπέρ/ υποεκπαίδευση (over/ under-qualification). Στην περίπτωση αυτή το επίπεδο των προσόντων ενός εργαζομένου συγκρίνεται με τα απαιτούμενα για την εργασία του προσόντα ώστε να διαπιστωθεί αν διαθέτει περισσότερα από τα απαιτούμενα προσόντα (υπερεκπαίδευση ή πλεόνασμα ανθρώπινου κεφαλαίου) ή λιγότερα (υποεκπαίδευση ή έλλειμμα ανθρώπινου κεφαλαίου). Η αναντιστοιχία δεξιοτήτων περιέχει επίσης και μία οριζόντια διάσταση, η οποία δεν αφορά στο επίπεδο του μορφωτικού επιπέδου ή/και των δεξιοτήτων των εργαζομένων, αλλά περισσότερο στο περιεχόμενό τους (π.χ. τομέας σπουδών) και στην έλλειψη συνάφειας με το αντικείμενο της εργασίας τους. Τέλος, η απαξίωση των δεξιοτήτων μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως μια μορφή αναντιστοιχίας προσόντων κατά την οποία οι δεξιότητες των εργαζομένων καθίστανται με την πάροδο του χρόνου λιγότερο επαρκείς για την επιτέλεση της εργασίας τους για λόγους όπως η τεχνολογική αλλαγή ή οι αλλαγές στις συνθήκες της αγοράς. Αυτού του είδους οι αναντιστοιχίες δεξιοτήτων αφορούν περισσότερο την πλευρά της προσφοράς στην αγορά εργασίας, αναφέρονται δηλαδή κυρίως στα χαρακτηριστικά της εργασίας που προσφέρουν οι εργαζόμενοι και στον βαθμό στον οποίο αυτά αντιστοιχούν στις υπάρχουσες και στις κενές θέσεις εργασίας.

Υπάρχουν επίσης πτυχές του φαινομένου αναντιστοιχίας προσόντων που μπορούν να αναλυθούν από τη σκοπιά της ζήτησης της αγοράς εργασίας, δηλαδή τις επιχειρήσεις που απασχολούν ή επιδιώκουν να απασχολήσουν εργαζομένους. Εδώ συναντάμε κενά και ελλείψεις δεξιοτήτων. Τα πρώτα αφορούν σε καταστάσεις όπου οι εργαζόμενοι δεν διαθέτουν τις απαραίτητες δεξιότητες για να εκτελέσουν με επάρκεια τα καθήκοντά τους, ενώ οι δεύτερες στην αδυναμία των εργοδοτών να βρουν κατάλληλα καταρτισμένους εργαζόμενους για τις κενές θέσεις εργασίας που πρέπει να καλύψουν.

Η αναντιστοιχία δεξιοτήτων θεωρείται γενικά πρόβλημα τόσο για τους εργαζόμενους, όσο και για τις επιχειρήσεις, καθώς συνδέεται με αρνητικές μισθολογικές διαφορές και χαμηλότερη εργασιακή ικανοποίηση για τους πρώτους και με αυξημένο κόστος και μειωμένη παραγωγικότητα για τις δεύτερες. Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η αναποτελεσματική χρήση του ανθρώπινου κεφαλαίου οδηγεί σε απώλεια ανταγωνιστικότητας και μείωση του αναπτυξιακού δυναμικού. Αυτές οι δυσμενείς δυναμικές δεν ισχύουν σε όλες τις περιπτώσεις: σε μια περίοδο έντονης οικονομικής ανάπτυξης για παράδειγμα οι ελλείψεις δεξιοτήτων είναι αναμενόμενες και μπορούν ακόμη και να θεωρηθούν ως ένδειξη του δυναμισμού της οικονομίας (Vandeplas and Thum-Thysen 2019). Σε άλλες περιπτώσεις και σε ατομικό επίπεδο, η κάθετη ή οριζόντια αναντιστοιχία μπορεί να σχετίζεται με προσωπικές προτιμήσεις ή χρονικές εκτιμήσεις ως προς την ατομική πορεία σταδιοδρομίας. Συνολικά ωστόσο, και όταν τα φαινόμενα αναντιστοιχίας προσόντων αποτελούν μακροπρόθεσμα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά μιας οικονομίας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτά επηρεάζουν αρνητικά την παραγωγικότητα και την οικονομική ανάπτυξη.

Πολλαπλά θεωρητικά και μεθοδολογικά ζητήματα που δεν µπορούν να καλυφθούν σε αυτό το σύντομο κείμενο πολιτικής, επηρεάζουν τον ορισμό και τη μέτρηση των διαφόρων πτυχών της αναντιστοιχίας προσόντων. Ένα τέτοιο ζήτημα είναι ο τρόπος διάκρισης μεταξύ υπέρ/ υποεκπαίδευσης και υπέρ/ υποεξειδίκευσης (με την έννοια της απόκτησης συγκεκριμένων δεξιοτήτων). Η πρώτη έννοια αμφισβητείται περισσότερο σε θεωρητικό επίπεδο, καθώς για πολλούς δεν μπορεί να υπάρξει υπερεκπαίδευση. Επιπλέον, πολλοί ειδικοί έχουν υποστηρίξει ότι η κατοχή ή έλλειψη συγκεκριμένων δεξιοτήτων είναι πιο σημαντική από το μορφωτικό επίπεδο για την αξιολόγηση της εργασιακής απόδοσης, ενώ εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι επιπτώσεις της υπέρ/ υποεξειδίκευσης τείνουν να είναι σταθερά πιο δυσμενείς από εκείνες της υπέρ/ υποεκπαίδευσης.

Μέρος της μεθοδολογικής συζήτησης έχει να κάνει και με τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της αναντιστοιχίας προσόντων. Ένα από τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται περισσότερο είναι η έρευνα γνώμης εργαζομένων και εργοδοτών. Τέτοιες έρευνες αποτελούν εξαιρετικά χρήσιμα μεθοδολογικά εργαλεία που μας επιτρέπει να εξετάσουμε σε βάθος την εμφάνιση και τη δυναμική της αναντιστοιχίας προσόντων. Εντούτοις, οι έρευνες αυτές έχουν επίσης τις αδυναμίες τους, οι περισσότερες από τις οποίες σχετίζονται με την προσωπική μεροληψία που ενυπάρχει στις απαντήσεις των ερωτηθέντων. Η έρευνα που παρουσιάζεται εδώ ακολουθεί αυτή την παράδοση της «υποκειμενικής μεθόδου» και ως εκ τούτου οι σημαντικές πληροφορίες που προσφέρει σχετικά με την εμπειρία και τις αντιλήψεις των νέων εργαζομένων και των ατόμων που αναζητούν εργασία πρέπει να αξιολογηθούν υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων άλλων, εμπειρικών αναλύσεων που βασίζονται σε πιο «αντικειμενικά» σύνολα δεδομένων, όπως τα αρχεία επαγγελματικών και εκπαιδευτικών προσόντων.

Αναντιστοιχία προσόντων στην Ελλάδα

“Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Δείκτη Δεξιοτήτων (ESI) που αναπτύχθηκε από τη Cedefop, το σύστημα ανάπτυξης δεξιοτήτων της Ελλάδας παρουσιάζει πολύ χαμηλές επιδόσεις.”

Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Δείκτη Δεξιοτήτων (ESI) που αναπτύχθηκε από τη Cedefop, το σύστημα ανάπτυξης δεξιοτήτων της Ελλάδας παρουσιάζει πολύ χαμηλές επιδόσεις. Σύμφωνα με τη Cedefop (2020a, σ. 4) «ο ρόλος του συστήματος ανάπτυξης δεξιοτήτων είναι να διασφαλίζει, στο μέτρο του εφικτού, ότι η ζήτηση δεξιοτήτων καλύπτεται από την προσφορά με τρόπο που να βελτιστοποιεί τη χρήση των δεξιοτήτων που διαθέτει το εργατικό δυναμικό». Για να προσδιοριστεί η ικανότητα ενός συστήματος ανάπτυξης δεξιοτήτων να επιτύχει αυτόν τον στόχο, ο δείκτης ESI αποτελείται από τρεις επιμέρους δείκτες: την ανάπτυξη δεξιοτήτων (ο οποίος μετρά την ανάπτυξη δεξιοτήτων μέσω των συστημάτων εκπαίδευσης, επαγγελματικής κατάρτισης και δια βίου μάθησης), την ενεργοποίηση δεξιοτήτων (ο οποίος μετρά τη συμμετοχή των διαφόρων δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας) και την αντιστοίχιση δεξιοτήτων (ο οποίος μετρά την αποτελεσματική αντιστοίχιση των διαθέσιμων δεξιοτήτων με τις απαιτούμενες στην αγορά εργασίας).

Η Ελλάδα κατατάσσεται πολύ χαμηλά σε όλους τους δείκτες. Στον συνολικό δείκτη η Ελλάδα κατατάσσεται δεύτερη από το τέλος, πάνω μόνο από την Ιταλία με βαθμολογία 30, ενώ η πρωτοπόρος Τσεχία λαμβάνει 77 με μέγιστη βαθμολογία το 100. Παρόλα αυτά, οι επιδόσεις της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί εν μέρει σε σχέση με τις προηγούμενες μετρήσεις: το 2016 είχε βαθμολογηθεί μόλις με 23, όταν και βρέθηκε στην τελευταία θέση μαζί με την Ισπανία, η οποία είχε την ίδια βαθμολογία. Όσον αφορά στους επιμέρους δείκτες, η Ελλάδα έλαβε 43 βαθμούς στην ανάπτυξη δεξιοτήτων, καταλαμβάνοντας την πέμπτη θέση από το τέλος, 45 στην ενεργοποίηση δεξιοτήτων, καταλαμβάνοντας την τέταρτη θέση από το τέλος, και 17 στην αντιστοίχιση δεξιοτήτων, καταλαμβάνοντας την τελευταία θέση, όπως και σε προηγούμενες μετρήσεις, αν και βελτίωσε τη βαθμολογία της από την εξαιρετικά χαμηλή βαθμολογία του 9 που πέτυχε το 2016.

“Εξετάζοντας πιο προσεκτικά τη διάσταση της αντιστοίχισης προσόντων στην Ελλάδα, καθίσταται σαφές ότι η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υπερεκπαίδευσης, ιδίως μεταξύ των νέων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο έχει επιδεινωθεί με την πάροδο του χρόνου.”

Εξετάζοντας πιο προσεκτικά τη διάσταση της αντιστοίχισης προσόντων στην Ελλάδα, καθίσταται σαφές ότι η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υπερεκπαίδευσης, ιδίως μεταξύ των νέων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο έχει επιδεινωθεί με την πάροδο του χρόνου (Γράφημα 1).[2] Η επιδείνωση του δείκτη σχετίζεται με την κρίση και τη φύση της ανάκαμψης τα τελευταία χρόνια. Δεδομένων των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας, το μεγαλύτερο μέρος της ανάκαμψης σε ό,τι όσον αφορά την απασχόληση πραγματοποιήθηκε σε τομείς χαμηλών δεξιοτήτων και χαμηλής προστιθέμενης αξίας, όπως το λιανικό εμπόριο, οι τουριστικές υπηρεσίες και η βιομηχανία τροφίμων και ποτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρώτος τομέας αναφορικά με την απασχόληση των νέων το 2019 ήταν το λιανικό εμπόριο, το οποίο αύξησε ακόμη περισσότερο το ποσοστό του σε 16,2% έναντι 14,1% το 2008, ενώ οι δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών τροφίμων και ποτών ανέβηκαν στη δεύτερη θέση, διπλασιάζοντας το ποσοστό τους σε σχέση με το 2008 (14,7% έναντι 7,3%) (Filinis 2021). Η συχνότητα της υπερεκπαίδευσης σε αυτούς τους τομείς είναι πολύ υψηλή και έχει αυξηθεί σημαντικά μετά την κρίση, καθιστώντας τους τους μεγαλύτερους συντελεστές των θέσεων απασχόλησης με υπερεκπαίδευση στην οικονομία (ΣΕΒ 2019.)[3] Ο συνδυασμός της υψηλής ανεργίας των νέων και της εκτεταμένης υπερεκπαίδευσης μπορεί επίσης να οδηγήσει με την πάροδο του χρόνου στην απαξίωση των προσόντων και των δεξιοτήτων που αποκτούν οι νέοι, εγκλωβίζοντας ορισμένους από αυτούς σε θέσεις εργασίας χαμηλής ειδίκευσης και χαμηλών αμοιβών. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι η επένδυση στην εκπαίδευσή τους δεν αξιοποιήθηκε και θα μείωνε το αναπτυξιακό δυναμικό της οικονομίας.

Η αντιστοίχιση των θέσεων εργασίας με τους τομείς σπουδών είναι επίσης προβληματική στην ελληνική αγορά εργασίας. Η οριζόντια αναντιστοιχία υπολογίζεται σε πάνω από 30%, με τις σπουδές «Γεωπονίας και Κτηνιατρικής» να αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα οξύ πρόβλημα (73% των αποφοίτων του τομέα αυτού εργάζονται σε επαγγέλματα μη σχετικά με τις σπουδές τους), ενώ τα πεδία «Ανθρωπιστικές Επιστήμες, Γλώσσες και Τέχνες», «Θετικές Επιστήμες, Μαθηματικά και Πληροφορική», καθώς και «Μηχανική, Μεταποίηση και Κατασκευές», αντιμετωπίζουν επίσης σοβαρά προβλήματα (πάνω από 40%, και στην περίπτωση των ανθρωπιστικών επιστημών πάνω από 50% εργάζονται σε επαγγέλματα μη σχετικά με τις σπουδές τους) (ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ 2019). Παρά τις περιορισμένες επαγγελματικές προοπτικές τους, ορισμένοι από αυτούς τους τομείς σπουδών παραμένουν πολύ δημοφιλείς μεταξύ των Ελλήνων μαθητών.

“Από την πλευρά της ζήτησης εργασίας, οι ελλείψεις δεξιοτήτων παρουσιάζονται επίσης σταθερά υψηλές στην Ελλάδα.”

Από την πλευρά της ζήτησης εργασίας, οι ελλείψεις δεξιοτήτων παρουσιάζονται επίσης σταθερά υψηλές στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα για την έλλειψη ταλέντου που διεξήγαγε η Manpower, το 80% των εργοδοτών αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εξεύρεση του κατάλληλου προσωπικού (Manpower 2021). Πρόκειται για τη διαχρονικά υψηλότερη τιμή για την Ελλάδα, με τα αποτελέσματα να έχουν αναμφίβολα επηρεαστεί από την πανδημία, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι το ποσοστό των δυσκολιών που αναφέρθηκαν έχει εκτοξευθεί παγκοσμίως. Παρ’ όλα αυτά, οι Έλληνες εργοδότες κατατάσσονταν πολύ ψηλά όσον αφορά στις αναφερόμενες δυσκολίες πρόσληψης και πριν από την πανδημία, κάτι που επιβεβαιώθηκε και από πρόσφατη εγχώρια έρευνα του ΣΕΒ (2019).

“…οι ελλείψεις δεξιοτήτων μπορεί να σχετίζονται με τους όρους αμοιβής και απασχόλησης που προσφέρουν οι επιχειρήσεις.”

Το πρόβλημα της έλλειψης δεξιοτήτων δεν θα πρέπει ωστόσο να αποδίδεται αποκλειστικά στην προσφορά εργασίας. Όπως σημειώνουν οι McGuiness et al. (2018) οι ελλείψεις δεξιοτήτων μπορεί να σχετίζονται με τους όρους αμοιβής και απασχόλησης που προσφέρουν οι επιχειρήσεις. Δεν είναι μυστικό ότι οι μισθοί που προσφέρουν οι ελληνικές επιχειρήσεις μετά την κρίση δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικοί κατά μέσο όρο, ενώ άλλες πτυχές της προσφερόμενης απασχόλησης, όπως οι ευκαιρίες κατάρτισης, είναι επίσης ελλιπείς στην Ελλάδα, με μόνο το 21,7% των ελληνικών επιχειρήσεων να προσφέρουν συνεχή επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (CVET) σε σύγκριση με το 72,6% στην ΕΕ (Cedefop 2020b).

Τα ευρήματα της έρευνας

Η έρευνα διεξήχθη σε δείγμα 650 ατόμων ηλικίας 15 έως 34 ετών με την τεχνική της απλής τυχαίας δειγματοληψίας, καλύπτοντας γεωγραφικά ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Για τη συλλογή του δείγματος τηρήθηκαν ποσοστώσεις φύλου, ηλικιακής ομάδας (τέσσερις υποκατηγορίες: 15-19, 20-24, 25-29, 30-34 ετών), γεωγραφικής κατανομής (13 διοικητικές περιφέρειες) και αστικής/αγροτικής διάστασης (πέντε κατηγορίες: αγροτική, ημιαστική, αστική, μεγάλη αστική, πολεοδομικό συγκρότημα Αθήνας και Θεσσαλονίκης). Πρέπει να τονιστεί ότι η παρουσίαση που ακολουθεί δεν είναι εξαντλητική ούτε σε έκταση ούτε σε βάθος, αλλά πρόκειται για μια πρώτη παρουσίαση ευρημάτων που σχετίζονται με την αναντιστοιχία δεξιοτήτων των νέων στην Ελλάδα.

“…σχεδόν το 60% (58,2%) των ερωτηθέντων πιστεύει ότι διαθέτει περισσότερα προσόντα από αυτά που είναι απαραίτητα για την εργασία του.”

Ξεκινάμε με ένα ερώτημα που αφορά την κάθετη διάσταση της αναντιστοιχίας προσόντων (Γράφημα 2). Βλέπουμε ότι σχεδόν το 60% (58,2%) των ερωτηθέντων πιστεύει ότι διαθέτει περισσότερα προσόντα από αυτά που είναι απαραίτητα για την εργασία του. Μια ανάλυση με βάση το μορφωτικό επίπεδο και κατεύθυνση (Γράφημα 3), δείχνει, όπως ήταν αναμενόμενο, ότι τα χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση) συνδέονται με μικρότερο βαθμό αντίληψης αναντιστοιχιών, ιδίως για εκείνους που φαίνεται να είναι πιο σίγουροι στις εκτιμήσεις τους («συμφωνώ απόλυτα»). Από την άλλη πλευρά, δεδομένης της έλλειψης εξειδικευμένων γνώσεων το συνολικό ποσοστό των ερωτηθέντων αυτής της κατηγορίας που αναφέρουν αναντιστοιχία κάθετων δεξιοτήτων (53,2%) φαίνεται εξαιρετικά υψηλό. Αυτό το αποτέλεσμα θα μπορούσε να εξηγηθεί σε κάποιο βαθμό από το επιχείρημα της προσωπικής μεροληψίας (οι άνθρωποι υπερεκτιμούν τα προσόντα τους), αλλά θα μπορούσε επίσης να αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι οι θέσεις εργασίας που καταλαμβάνουν οι νέοι έχουν τόσο χαμηλές απαιτήσεις που κάνουν ακόμη και τους εργαζόμενους υποχρεωτικής ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να αισθάνονται υπερεκπαιδευμένοι. Οι απαντήσεις που έδωσαν οι ερωτηθέντες με επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (ΕΕΚ) προκαλούν επίσης έκπληξη, καθώς φαίνεται να αναφέρουν αναντιστοιχία συχνότερα από εκείνους με τίτλους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (66,2% έναντι 57,5%).[4] Αξιοσημείωτες διαφορές παρατηρούνται επίσης μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών (48,6% στις πρώτες έναντι άνω του 60% σε όλες τις αστικές περιοχές, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, όπου το ποσοστό ήταν κάπως χαμηλότερο στο 56,5%) και στον ιδιωτικό (61,7%) έναντι του δημόσιου τομέα (42,5%).

“…οι ερωτηθέντες που απασχολούνται στο λιανικό και χονδρικό εμπόριο, καθώς και στον τουρισμό και στις υπηρεσίες εστίασης, αναφέρουν το υψηλότερο ποσοστό κάθετης αναντιστοιχίας, μαζί με «άλλες υπηρεσίες».”

Τέλος, εξετάζοντας τους τομείς στους οποίους απασχολούνται οι ερωτηθέντες (Γράφημα 4), βλέπουμε, όπως ήταν αναμενόμενο, ότι οι ερωτηθέντες που απασχολούνται στο λιανικό και χονδρικό εμπόριο, καθώς και στον τουρισμό και στις υπηρεσίες εστίασης, αναφέρουν το υψηλότερο ποσοστό κάθετης αναντιστοιχίας, μαζί με «άλλες υπηρεσίες» (υπηρεσίες μεταφορών και ανεφοδιασμού, πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών, καθώς και χρηματοοικονομικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες). Αντίθετα, οι απασχολούμενοι στη μεταποίηση και τις κατασκευές, αναφέρουν χαμηλά επίπεδα αναντιστοιχίας (23,1%, το χαμηλότερο ποσοστό απαντήσεων «συμφωνώ απόλυτα»).

[5]

Όσον αφορά στην οριζόντια αναντιστοιχία, η κατάσταση φαίνεται πως είναι καλύτερη, αν και απέχει ακόμη αρκετά από το να χαρακτηριστεί ως καλή (Γράφημα 5).[6] Το 36,9% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι τα εκπαιδευτικά τους προσόντα δεν είναι συναφή με την εργασία τους. Αναλύοντας τα δεδομένα, βλέπουμε ότι παρατηρούνται αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ των μεγάλων αστικών περιοχών (Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες μεγάλες πόλεις) και των μικρότερων αστικών περιοχών, με τις πρώτες να παρουσιάζουν χαμηλότερα ποσοστά αναφερόμενης αναντιστοιχίας από τις δεύτερες. Επιπλέον, οι άτυπες μορφές απασχόλησης (μερική απασχόληση/ εποχιακή απασχόληση) συνδέονται με υψηλότερο ποσοστό οριζόντιας αναντιστοιχίας (53,1%) από ό,τι η πλήρης απασχόληση (34,6%).

 

Η ανάλυση με βάση το εκπαιδευτικό επίπεδο/ κατεύθυνση (Γράφημα 6) δείχνει, όπως και στην περίπτωση της κάθετης αναντιστοιχίας, ότι οι απόφοιτοι επαγγελματικής κατάρτισης αναφέρουν μεγαλύτερη συχνότητα οριζόντιας αναντιστοιχίας σε σύγκριση με τους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεδομένης της εξειδικευμένης εκπαίδευσής τους, το εύρημα αυτό προκαλεί μάλλον έκπληξη και υποδεικνύει αναντιστοιχία μεταξύ του περιεχομένου των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης στην Ελλάδα (τα οποία διαμορφώνονται με μικρή μόνο συμμετοχή των εργοδοτών) και των αναγκών της οικονομίας. Τέλος, μια ανάλυση ανά τομέα απασχόλησης (Γράφημα 7) αποκαλύπτει για ακόμη μία φορά ότι οι ερωτηθέντες που απασχολούνται στο λιανικό και χονδρικό εμπόριο αναφέρουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά οριζόντιας αναντιστοιχίας.[7]

Σε μια προσπάθεια να συλλέξουμε τις συνολικές εντυπώσεις των ερωτηθέντων με βάση τη μέχρι σήμερα εμπειρία τους, τους ρωτήσαμε αν θα επέλεγαν διαφορετικό τομέα σπουδών σε περίπτωση που μπορούσαν να ξεκινήσουν από την αρχή. Περισσότεροι από ένας στους τρεις ερωτηθέντες (36,7%) απάντησαν θετικά (Γράφημα 8). Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι για την ανώτερη ηλικιακή ομάδα (30-34), η οποία διαθέτει αρκετά χρόνια εργασιακής εμπειρίας, το ποσοστό των θετικών απαντήσεων είναι υψηλότερο από τον συνολικό μέσο όρο (38,6%). Φυσικά η απάντηση αυτή δεν είναι απαραίτητα αποτέλεσμα αρνητικής εμπειρίας αναντιστοιχίας προσόντων. Θα μπορούσε επίσης να υποδηλώνει μια επαναξιολόγηση με βάση τη γνώση που αποκτήθηκε για περισσότερο υποσχόμενες επαγγελματικές διαδρομές από τις επιλεχθείσες. Παρόλα αυτά, το συγκεκριμένο εύρημα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ένας στους τρεις ερωτηθέντες στην ηλικιακή ομάδα 15-19 ετών, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη εκτεταμένη επαγγελματική εμπειρία, απαντά επίσης θετικά, υποδηλώνει ένα πρόβλημα σχετικά με τον τρόπο που οι νέοι πραγματοποιούν τις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές τους επιλογές, καταδεικνύοντας μια προφανή αποτυχία εκ μέρους των σημερινών υπηρεσιών εκπαιδευτικού και επαγγελματικού προσανατολισμού.

Για να εκτιμήσουμε πιο άμεσα τις απόψεις των συμμετεχόντων για το εκπαιδευτικό σύστημα, τους ρωτήσαμε αν πιστεύουν ότι αυτό τους παρείχε τις δεξιότητες που χρειάζονταν για να ενταχθούν στην αγορά εργασίας (Γράφημα 9).

“…οι μισοί από τους ερωτηθέντες (49,7%) δεν πιστεύουν ότι το εκπαιδευτικό σύστημα τούς παρέχει τις δεξιότητες που χρειάζονται, γεγονός που καταδεικνύει σαφώς την αποτυχία σύνδεσης του εκπαιδευτικού συστήματος με την αγορά εργασίας.”

Λιγότεροι από έναν στους τρεις ερωτηθέντες (31,9%) απάντησαν θετικά. Παρότι, όπως αποδεικνύεται από την καλύτερη αξιολόγηση των τριών μεγαλύτερων ηλικιακών ομάδων σε σύγκριση με την ομάδα 15-19 ετών, οι άνθρωποι τείνουν να προβαίνουν σε καλύτερη αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος αφού έχουν εργαστεί για μερικά χρόνια, τα ποσοστά εξακολουθούν να είναι πολύ χαμηλά, κυμαινόμενα περίπου στο ένα τρίτο των ερωτηθέντων. Ακόμα και αν εξαιρέσουμε αυτούς που εμφανίζονται αβέβαιοι, οι μισοί από τους ερωτηθέντες (49,7%) δεν πιστεύουν ότι το εκπαιδευτικό σύστημα τούς παρέχει τις δεξιότητες που χρειάζονται, γεγονός που καταδεικνύει σαφώς την αποτυχία σύνδεσης του εκπαιδευτικού συστήματος με την αγορά εργασίας.

Μια τελευταία σημείωση σχετικά με την απαξίωση των δεξιοτήτων. Στην προσπάθειά μας να αποκτήσουμε μια συνολική εικόνα των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι νέοι στην αναζήτηση επαγγελματικής σταδιοδρομίας στην Ελλάδα, τους ρωτήσαμε πόσος χρόνος τους χρειάστηκε για να βρουν μια θέση εργασίας σχετική με το επάγγελμα που ήθελαν να ακολουθήσουν και σε ποιο έτος βρήκαν αυτή τη θέση εργασίας. Οι απαντήσεις δείχνουν ότι σχεδόν ένας στους τέσσερις από τους ερωτηθέντες (23%) που αναζήτησαν μια τέτοια θέση εργασίας δεν την έχει βρει ακόμη. Για τα άτομα που βρήκαν μια θέση εργασίας σχετική με τη σταδιοδρομία που ήθελαν να ακολουθήσουν μετά το 2015 (60% του συνόλου), το 28,3% ανέφερε ότι τους πήρε πάνω από δύο χρόνια για να το πετύχουν. Είναι προφανές ότι οι νέοι δυσκολεύονται να βρουν θέσεις εργασίας που να ανταποκρίνονται στις φιλοδοξίες τους (και στα προσόντα τους). Αυτό είναι σημαντικό πρόβλημα, καθώς οδηγεί σε απαξίωση των προσόντων που δεν χρησιμοποιούνται.

Μέχρι τώρα, οι ερωτήσεις που εξετάστηκαν απευθύνονταν σε νέους με κάποια εργασιακή εμπειρία. Εντούτοις η αναντιστοιχία δεξιοτήτων δεν αποτελεί πρόβλημα μόνο για όσους εργάζονται ήδη. Όταν τους ζητήθηκε να αξιολογήσουν τα κυριότερα εμπόδια που αντιμετωπίζουν κατά την προσπάθεια εισόδου στην αγορά εργασίας, οι ερωτηθέντες έδωσαν στην κάθετη αναντιστοιχία (εν προκειμένω την υποκεκπαίδευση) και στην οριζόντια αναντιστοιχία, βαθμολογία άνω του 3 (σε πενταβάθμια κλίμακα), κατατάσσοντάς την κάτω μόνο από την έλλειψη εμπειρίας και την κατάσταση της οικονομίας (συμπεριλαμβανομένης της περιόδου της πανδημίας).

Τέλος, παρόλο που η έρευνά μας ασχολείται εξ’ ορισμού με την πλευρά της προσφοράς της αγοράς εργασίας (δηλαδή οι ερωτήσεις της απευθύνονται σε υφιστάμενους και δυνητικούς εργαζομένους), παρήγαγε επίσης ευρήματα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον σε σχέση με την πλευρά της ζήτησης της αγοράς εργασίας (δηλαδή τους εργοδότες) όσον αφορά στο ζήτημα της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων. Έτσι, για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι θεωρούν ότι η έλλειψη ευκαιριών μάθησης αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για την επαγγελματική τους πρόοδο. Οι ερωτηθέντες κλήθηκαν να αξιολογήσουν τους παράγοντες που έχουν καθυστερήσει την επαγγελματική τους σταδιοδρομία μέχρι σήμερα, με την «έλλειψη ευκαιριών μάθησης στις θέσεις εργασίας που είχα μέχρι σήμερα» να βαθμολογείται με πάνω από 3 (σε πενταβάθμια κλίμακα), κατατάσσοντάς την ως τον τρίτο σημαντικότερο παράγοντα, πάνω από την «έλλειψη του τύπου των προσόντων/δεξιοτήτων που απαιτούνται για την εξέλιξη».

Το εύρημα αυτό συνάδει με την υπόθεση ότι οι δυσκολίες πρόσληψης μπορεί να σχετίζονται με τους όρους απασχόλησης που προσφέρουν οι εργοδότες και με τις προοπτικές που οι υποψήφιοι συνδέουν με μια συγκεκριμένη θέση εργασίας. Μια πιο άμεση εξέταση αυτού του επιχειρήματος έγινε μέσω μιας άλλης σειράς ερωτήσεων, οι οποίες διερευνούσαν τις θέσεις εργασίας που απέρριπταν οι ερωτηθέντες. Σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες (46,7%) δήλωσαν ότι απέρριψαν ή δεν εξέτασαν μια θέση εργασίας τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Δεδομένου του υψηλού επιπέδου ανεργίας των νέων στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό είναι αναπάντεχα υψηλό και υποδηλώνει ότι οι προσφερόμενοι όροι απασχόλησης δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες των υποψηφίων. Πράγματι, όταν τους ζητήθηκε να αναφέρουν τους λόγους για την απόφασή τους, οι χαμηλές αμοιβές και οι όροι της απασχόλησης (π.χ. ώρες εργασίας, συνθήκες εργασίας) βρέθηκαν στην κορυφή της λίστας, ενώ η συνάφεια με τα προσόντα και τις δεξιότητες αναφέρθηκε επίσης ως λόγος από το 8,6% των ερωτηθέντων.

Συμπεράσματα και προτάσεις πολιτικής

Η αναντιστοιχία προσόντων αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τις σύγχρονες οικονομίες, καθώς οδηγεί σε αναποτελεσματική χρήση του εργατικού δυναμικού, μειώνοντας την παραγωγικότητα και το αναπτυξιακό δυναμικό. Οι επιπτώσεις της πανδημίας και οι μεγάλες προκλήσεις του μέλλοντος καθιστούν ιδιαίτερα επείγουσα την αντιμετώπιση αυτής της αναντιστοιχίας. Για την Ελλάδα, η οποία υποφέρει από μακροχρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες στο αναπτυξιακό της μοντέλο και φέρει την κληρονομιά μιας δεκαετούς κρίσης, η ανάγκη αποτελεσματικής αξιοποίησης του ανθρωπίνου κεφαλαίου της είναι ακόμη πιο επιτακτική.

“Τα ευρήματα που παρουσιάζονται σε αυτό το κείμενο πολιτικής επιβεβαιώνουν το μέγεθος του προβλήματος αναντιστοιχίας προσόντων στην Ελλάδα.”

Τα ευρήματα που παρουσιάζονται σε αυτό το κείμενο πολιτικής επιβεβαιώνουν το μέγεθος του προβλήματος αναντιστοιχίας προσόντων στην Ελλάδα. Οι ερωτηθέντες αναφέρουν περιπτώσεις τόσο κάθετης όσο και οριζόντιας αναντιστοιχίας προσόντων σε πολύ υψηλό ποσοστό. Παραδόξως και δυστυχώς τα ποσοστά αυτά δεν επηρεάζονται ουσιαστικά ούτε από το επίπεδο, ούτε από το είδος της εκπαίδευσης, ακόμη και όταν πρόκειται για αποφοίτους επαγγελματικής κατάρτισης, οι οποίοι υποτίθεται ότι λαμβάνουν στοχευμένη επαγγελματική κατάρτιση. Από τις απαντήσεις που λάβαμε στις ερωτήσεις μας είναι προφανές ότι οι νέοι δεν πιστεύουν ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα τους προσφέρει επαρκή προετοιμασία για την αγορά εργασίας, ή έστω ενημέρωση για τις διαφορετικές επαγγελματικές επιλογές και προοπτικές.

Από την άλλη πλευρά, η κυριαρχία των θέσεων εργασίας χαμηλής ειδίκευσης και χαμηλών αμοιβών στην ελληνική οικονομία, ιδίως για τους νέους, μεγεθύνει το πρόβλημα της αναντιστοιχίας προσόντων, καθώς το ποσοστό της απασχόλησης των νέων σε τέτοια επαγγέλματα έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, αναδεικνύοντας τον μη ικανοποιητικό χαρακτήρα της ανάκαμψης μετά την κρίση τόσο από οικονομική, όσο και από κοινωνική άποψη. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζεται επίσης στο υψηλό ποσοστό των ερωτηθέντων που απέρριψαν μια θέση εργασίας τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, η αναφερόμενη έλλειψη ευκαιριών μάθησης και αναβάθμισης δεξιοτήτων καταδεικνύει διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, όπως η επικράτηση δραστηριοτήτων χαμηλής προστιθέμενης αξίας και το πολύ μικρό μέγεθος και ο αναποτελεσματικός τρόπος διοίκησης των περισσότερων ελληνικών επιχειρήσεων.

Συνδυαστικά, οι παράγοντες αυτοί οδηγούν σε απογοήτευση και χαμηλά ποσοστά συμμετοχής των νέων στην αγορά εργασίας, οι οποίοι συμβιβάζονται με θέσεις εργασίας χαμηλών προσόντων και αμοιβών, καθώς και σε απαξίωση δεξιοτήτων και τη φυγή από τη χώρα εξειδικευμένων επαγγελματιών, επηρεάζοντας αρνητικά τόσο την ποιότητα ζωής των εργαζομένων, όσο και το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας.

Δεν είναι δυνατόν να παρουσιαστεί σε αυτές τις γραμμές ένα ολοκληρωμένο και λεπτομερές σύνολο προτάσεων πολιτικής για την αντιμετώπιση του προβλήματος της αναντιστοιχίας προσόντων στην Ελλάδα, καθώς κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μια βαθύτερη και ευρύτερη ανάλυση του προβλήματος, σε συνδυασμό με την αξιολόγηση του σχετικού θεσμικού πλαισίου. Ωστόσο, με βάση τα ευρήματα που παρουσιάστηκαν παραπάνω, είναι προφανή ορισμένα συμπεράσματα σε επίπεδο χάραξης πολιτικής.

“…η παραγωγή αποφοίτων με υψηλή εξειδίκευση δεν θα λύσει το πρόβλημα εάν δεν υπάρχουν επιχειρήσεις που να μπορούν να αξιοποιήσουν τις δεξιότητές τους: η αντιμετώπιση μόνο της πλευράς της προσφοράς του προβλήματος θα οδηγούσε στην πραγματικότητα σε ακόμη υψηλότερα ποσοστά υπερεκπαιδευμένης εργασίας και, πιθανότατα, σε περαιτέρω έξοδο εξειδικευμένων επαγγελματιών.”

Πρώτον, απαιτείται μια πολύπλευρη παρέμβαση σε επίπεδο πολιτικής έναντι ενός πολύπλευρου προβλήματος. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι υπάρχουν ελλείψεις δεξιοτήτων στην Ελλάδα, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν με την προώθηση της ανάπτυξης δεξιοτήτων στο εκπαιδευτικό σύστημα (για παράδειγμα, μέσω ειδικών μαθημάτων και μεθόδων διδασκαλίας που να ενθαρρύνουν τη μάθηση μέσω της ανάπτυξης βασικών δεξιοτήτων, όπως η επίλυση προβλημάτων, η ομαδική εργασία και η κριτική σκέψη). Ωστόσο, η παραγωγή αποφοίτων με υψηλή εξειδίκευση δεν θα λύσει το πρόβλημα εάν δεν υπάρχουν επιχειρήσεις που να μπορούν να αξιοποιήσουν τις δεξιότητές τους: η αντιμετώπιση μόνο της πλευράς της προσφοράς του προβλήματος θα οδηγούσε στην πραγματικότητα σε ακόμη υψηλότερα ποσοστά υπερεκπαιδευμένης εργασίας και, πιθανότατα, σε περαιτέρω έξοδο εξειδικευμένων επαγγελματιών. Η μετάβαση σε μια πιο εξωστρεφή, καινοτόμο και ανταγωνιστική οικονομία είναι απαραίτητη για να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά και να αναπτυχθούν περαιτέρω οι δεξιότητες του εργατικού δυναμικού, αλλά και για να μπορέσουν οι εργοδότες να τους αποζημιώσουν με ικανοποιητικούς μισθούς. Πέραν των αναγκαίων ευρύτερων οικονομικών μεταρρυθμίσεων (π.χ. στην αγορά προϊόντων), το επιλεχθέν μίγμα πολιτικής θα πρέπει να περιλαμβάνει επίσης κίνητρα και χρηματοδοτήσεις που θα επιτρέπουν στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και ιδιαίτερα στις νεοσύστατες επιχειρήσεις να επενδύουν στο ανθρώπινο δυναμικό τους μέσω της συνεχούς μάθησης και άλλων προγραμμάτων.

Σε ό,τι αφορά το εκπαιδευτικό σύστημα, τα ευρήματα της έρευνας υποδεικνύουν αναντιστοιχία μεταξύ των προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και των αναγκών της οικονομίας, εύρημα που επιβεβαιώνεται και από άλλες έρευνες (Λαλιώτη 2021). Αυτό είναι ιδιαίτερα απογοητευτικό, δεδομένου ότι αυτό το τμήμα του εκπαιδευτικού συστήματος υποτίθεται ότι είναι περισσότερο προσαρμοσμένο στην αγορά. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να καλυφθεί αυτό το κενό, ιδίως αν η Ελλάδα θέλει να αυξήσει το ποσοστό αποφοίτων της ΕΕΚ στην εγχώρια αγορά εργασίας.

“…τα ευρήματα που παρουσιάζονται στο παρόν κείμενο καταδεικνύουν την επείγουσα ανάγκη να αναπτυχθεί ένα πιο προοδευτικό σύστημα εκπαιδευτικού και επαγγελματικού προσανατολισμού και συμβουλευτικής, ιδίως για τους μαθητές δευτεροβάθμιας και υποχρεωτικής εκπαίδευσης.”

Τέλος, αναφορικά με τη σύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος και της αγοράς, τα ευρήματα που παρουσιάζονται στο παρόν κείμενο καταδεικνύουν την επείγουσα ανάγκη να αναπτυχθεί ένα πιο προοδευτικό σύστημα εκπαιδευτικού και επαγγελματικού προσανατολισμού και συμβουλευτικής, ιδίως για τους μαθητές δευτεροβάθμιας και υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Οι μαθητές πρέπει να λαμβάνουν έγκυρες πληροφορίες σχετικά με τις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές τους επιλογές από ειδικούς (και όχι από ανειδίκευτο και αδιάφορο διδακτικό προσωπικό), ώστε να μπορούν να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις για το μέλλον τους. Παρόμοια καθοδήγηση θα πρέπει να παρέχεται και στους σπουδαστές της μεταδευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σχετικά με τα επόμενα βήματα στην εκπαιδευτική και επαγγελματική τους πορεία.

Τα τελευταία χρόνια έχουν προωθηθεί αρκετές μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, ενώ έχουν αναπτυχθεί πολύτιμα νέα εργαλεία, όπως ο «Μηχανισμός διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας» που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια από τις ελληνικές κυβερνήσεις σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους και με την υποστήριξη της Cedefop. Δυστυχώς, μέχρι τώρα τουλάχιστον, οι πρωτοβουλίες αυτές δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν μια σύνδεση σε πραγματικό χρόνο και με μελλοντική στόχευση, μεταξύ της αγοράς εργασίας, αφενός, και του σχεδιασμού του προγράμματος σπουδών ΕΕΚ και των υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού που παρέχονται στο πλαίσιο του ευρύτερου εκπαιδευτικού συστήματος (συμπεριλαμβανομένης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης), αφετέρου.

Αυτές και άλλες παρόμοιες προτάσεις εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας NextGenerationEU και μπορούν να χρηματοδοτηθούν από το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Όπως συμβαίνει και σε σχέση με άλλες πτυχές της ελληνικής οικονομίας, δημιουργείται μια μοναδική ευκαιρία συνδυασμού φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων με τη χρηματοδότηση που απαιτείται για την επιτυχή εφαρμογή τους, η οποία δεν πρέπει να πάει χαμένη.

 

Παραπομπές

Γούλας, Χ., Ζάγκος, Χ. και Ν. Παΐζης (2019) «Δεξιότητες, εκπαίδευση και απασχόληση: Εκπαιδευτικοί δείκτες και εργατικό δυναμικό», ΚΠ-01, ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, Αθήνα.

ΣΕΒ (2019) Special Report: Αναντιστοιχία προσόντων.

Cedefop (2020a) 2020 European Skills Index Technical report.

Cedefop (2020b) Strengthening skills anticipation and matching in Greece: labour market diagnosis mechanism: a compass for skills policies and growth. Luxembourg: Publications Office of the European Union.

Cedefop (2019). 2018 European skills index. Luxembourg: Publications Office of the European Union. Cedefop reference series; No 111.

Filinis (2021). Young people in the Greek labour market, unpublished manuscript.

Lalioti (2021) Vocational Education and Training (VET) in Greece, unpublished manuscript.

ManpowerGroup (2021) Press Release: ManpowerGroup Employment Outlook Survey Q3 2021, Athens, Greece, June 8.

McGuinness, S., Pouliakas, K. and Redmond, P. (2018) “Skills Mismatch: Concepts, Measurement and Policy Approaches”, Journal of Economic Surveys, 32: 985-1015.

OECD (2019) “Skills Strategy: Greece”, May.

Vandeplas, A. and A. Thum-Thysen (2019) “Skills Mismatch & Productivity in the EU”, European Economy Discussion Paper 100, DG ECFIN, European Commission.

[1] Η παρούσα κατηγοριοποίηση ακολουθεί εκείνη των McGuinness et al. (2018).

[2] Μια ολοκληρωμένη ανάλυση του προβλήματος θα έπρεπε να εξετάσει και τις άλλες δύο διαστάσεις όπου συναντώνται επίσης σοβαρά προβλήματα (π.χ. το χαμηλό επίπεδο συγκεκριμένων δεξιοτήτων παρά το υψηλό μορφωτικό επίπεδο, όπως η επίλυση προβλημάτων, και η χαμηλή διείσδυση της επαγγελματικής κατάρτισης στον τομέα της ανάπτυξης δεξιοτήτων και οι αδυναμίες μετάβασης από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας στον τομέα της ενεργοποίησης δεξιοτήτων).

[3] Για την ακρίβεια, οι κορυφαίοι συντελεστές είναι το «Χονδρικό και λιανικό εμπόριο-Επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών (45-47)» και οι «Δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών στέγασης και εστίασης (55-56)» (ΣΕΒ 2019).

[4] Στην έρευνά μας περιλαμβάνονται 10 διαφορετικές κατηγορίες εκπαιδευτικού επιπέδου. Για λόγους ανάλυσης και παρουσίασης, τα δεδομένα συχνά ομαδοποιούνται σε ευρύτερες κατηγορίες λόγω του μικρού μεγέθους του δείγματος στις επιμέρους κατηγορίες.

[5] Ο αστερίσκος στην κατηγορία “Μεταποίηση/ Κατασκευές” σημαίνει ότι το μέγεθος του δείγματος για την κατηγορία αυτή είναι μικρό, σε σύγκριση με το όριο για τις άλλες κατηγορίες.

[6] Τα στοιχεία που παρουσιάζονται αφορούν μόνο τους αποφοίτους επαγγελματικής και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς οι απόφοιτοι πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν διαθέτουν ειδικότητα σε κάποιον τομέα.

[7] Η εστίαση δεν παρουσιάζεται εδώ. Λόγω της αφαίρεσης των αποφοίτων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από το δείγμα των ερωτήσεων σχετικά με την οριζόντια αναντιστοιχία, ο αριθμός των ερωτηθέντων σε αυτή την κατηγορία είναι πολύ χαμηλός.

Κατηγορίες: Όλες οι δημοσιεύσειςΚείμενα εργασίας
Αναλυτές
Δημήτρης Χ. Κατσίκας Κύριος Ερευνητής, ΕΛΙΑΜΕΠ, Επίκουρος Καθηγητής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών