Ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο, οι συνέπειες της ανόδου του κόστους της ενέργειας, η αύξηση της κατανάλωσης, και τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες με το άνοιγμα των οικονομιών οδήγησαν σε εκτίναξη του πληθωρισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην Ευρώπη το πρόβλημα έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις (4,1% μέση ετήσια αύξηση του γενικού ΔΤΚ για τον Οκτώβριο 2021 στην Ευρωζώνη) λόγω της χαμηλής ενεργειακής αυτάρκειας της ηπείρου και την εξάρτησή της από εξωτερικούς παρόχους για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της. 

Η ΕΚΤ, κύρια υπεύθυνη για τη διατήρηση της σταθερότητας του επιπέδου τιμών, δεν φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα. Σε πρόσφατο λόγο της, η Isabel Schnabel (μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ) αναγνώρισε τις πληθωριστικές πιέσεις που απορρέουν από το αυξημένο κόστος της ενέργειας, την αύξηση των τιμών σε υπηρεσίες που απαιτούν συγχρωτισμό και επομένως ενέχουν υψηλό υγειονομικό κίνδυνο, καθώς και τις καθυστερήσεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες διεθνώς. Παρόλα αυτά, εξέφρασε την εκτίμηση της Τράπεζας πως πρόκειται για ένα παροδικό πληθωριστικό φαινόμενο το οποίο θα υποχωρήσει μέσα στο 2022. Αυτό σημαίνει πως είναι μάλλον απίθανο να δούμε μία περιοριστική νομισματική πολιτική από την ΕΚΤ με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού. Συνεπώς, το βάρος αντιμετώπισης του φαινομένου πέφτει στις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.

Από πολύ νωρίς τα Ευρωπαϊκά κράτη, διαβλέποντας την επιβάρυνση των νοικοκυριών από την άνοδο του κόστους της ενέργειας, προσανατολίστηκαν σε συγκεκριμένες πολιτικές αντιμετώπισης. Το ινστιτούτο Bruegel συγκέντρωσε τα μέτρα που έλαβαν οι διάφορες κυβερνήσεις, ώστε να δώσει μια συνεκτική εικόνα της αντιμετώπισης του προβλήματος σε κάθε χώρα (βλ. γράφημα). Οι περισσότερες κυβερνήσεις στράφηκαν σε μέτρα στήριξης των χαμηλών εισοδημάτων: 11 χώρες (από τις 19 του δείγματος) έχουν από τον περασμένο Νοέμβριο νομοθετήσει σχέδια στήριξης για την πληρωμή επιδόματος θέρμανσης προς τις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Πολλές ήταν και οι χώρες οι οποίες προέβησαν σε έκπτωση του ενεργειακού φόρου, με 10 χώρες να έχουν νομοθετήσει  υπέρ του μέτρου (Νοέμβριος 2021). Η ελληνική κυβέρνηση μέχρι στιγμής έχει εξαγγείλει επιδόματα στήριξης των φτωχότερων νοικοκυριών, ενώ ήδη από τον Οκτώβριο 2021 η ΔΕΗ έχει διευρύνει σημαντικά τις κατηγορίες που δικαιούνται έκπτωση στην κατανάλωση ρεύματος. Την προηγούμενη εβδομάδα η κυβέρνηση ανακοίνωσε νέο πακέτο μέτρων ύψους 395 εκατ. ευρώ που θα κατευθυνθεί στην ελάφρυνση του ενεργειακού κόστους τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων, τα οποία προς το παρόν θα διαρκέσουν μόνο για τον Ιανουάριο 2022.

Είναι αλήθεια πως η φύση των πληθωριστικών πιέσεων που αντιμετωπίζει η Ευρώπη εντοπίζεται κυρίως σε παράγοντες της προσφοράς (παροχή ενέργειας, προβλήματα εφοδιαστικής αλυσίδας) και λιγότερο από παράγοντες της ζήτησης. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ΕΚΤ αποφεύγει να προβεί σε περιοριστική νομισματική πολιτική για τη μείωση του επιπέδου τιμών, ώστε να μην ανακόψει την αναγκαία ανάκαμψη μετά την πανδημία. Ωστόσο το αυξημένο ενεργειακό κόστος επιδεινώνει το οικονομικό κλίμα επιβαρύνοντας σημαντικά νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Μπροστά όμως σε ένα τέτοιο κοινό οικονομικό κραδασμό, η Ευρώπη αδυνατεί να αναπτύξει συντονισμένη δράση με τις κυβερνήσεις να επιλέγουν διαφορετικά μέτρα αντιμετώπισης και σε διαφορετικό βαθμό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η Ευρώπη να χάνει το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα και τους καλύτερους όρους που θα της έφερνε η από κοινού αντιμετώπιση του προβλήματος, ειδικά σε μία περίοδο που η ενεργειακή στροφή που επιδιώκει βρίσκεται εν εξελίξει, και η αυτάρκεια της σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Το In Focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 13.01.2022.

Κατηγορίες: Όλες οι δημοσιεύσειςIn Focus
Αναλυτές
Γιώργος Μανάλης Ερευνητής, Παρατηρητήριο Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Ερευνητής, Πανεπιστήμιο Εδιμβούργου
Μάνος Ματσαγγάνης Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Προγράμματος Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη, Καθηγητής στο Πολυτεχνείο Μιλάνου