Ήδη από την αρχή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η ΕΕ έχει αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες για την ενεργειακή της απεξάρτηση από τις ρωσικές πηγές ενέργειας. Στόχος είναι η ανεύρεση άλλων προμηθευτών ορυκτών καυσίμων, η ταχύτερη υιοθέτηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς και η εξοικονόμηση ενέργειας.

Ωστόσο, αυτό το σχέδιο δράσης είναι μακροπρόθεσμο: έχει ως στόχο την υποκατάσταση ρωσικών ορυκτών καυσίμων τα επόμενα χρόνια. Βραχυχρόνια, τα περιθώρια χειρισμών είναι στενότερα. Για το λόγο αυτό, οι εξαγωγές ενέργειας εξαιρούνται από τις κυρώσεις της ΕΕ.

Το επιχείρημα υπέρ του εμπάργκο στις εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία είναι ότι συνιστούν έμμεση χρηματοδότηση του πολέμου. Όπως δείξαμε σε προηγούμενο σημείωμα, η ρωσική οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα έσοδα των εξαγωγών ενέργειας στην Ευρώπη και σε τρίτες χώρες.

Η πρόσφατη έκθεση του Centre for Research on Energy and Clean Air (CREA) δείχνει ότι τους δύο πρώτους μήνες από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οι εισαγωγές πετρελαίου της ΕΕ από τη Ρωσία έχουν μειωθεί κατά 20%, και οι εισαγωγές άνθρακα κατά 40%. Αντίθετα οι εισαγωγές φυσικού αερίου της ΕΕ από τη Ρωσία μέσω αγωγών έχουν αυξηθεί κατά 10%, και οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου κατά 20%. Παράλληλα, οι ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου προς χώρες εκτός ΕΕ έχουν αυξηθεί κατά 20%, άνθρακα κατά 30%, και υγροποιημένου φυσικού αερίου κατά 80%. (Οι ρωσικές εξαγωγές φυσικού αερίου προς χώρες εκτός ΕΕ δεν έχουν μεταβληθεί σημαντικά.)

Εν τω μεταξύ, η Ρωσία εξακολουθεί να αντλεί σημαντικά έσοδα από τις εξαγωγές ενέργειας. Όπως δείχνει η έκθεση του CREA, από την αρχή της εισβολής, 63 δις ευρώ έχουν εισρεύσει στα ρωσικά ταμεία από εξαγωγές ενέργειας, εκ των οποίων το 71% (περίπου 45 δις ευρώ) αφορά εξαγωγές προς κράτη μέλη της ΕΕ. Οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς ενέργειας από τη Ρωσία είναι η Γερμανία και η Ιταλία (9,1 δις και 6,9 δις αντίστοιχα). Ακολουθούν η Κίνα (6,7 δις), η Ολλανδία (5,6 δις ευρώ), η Τουρκία (4,1 δις), και η Γαλλία (3,8 δις). Η Ελλάδα βρίσκεται στην 11η θέση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ με την αξία των εισαγωγών ενέργειας από τη Ρωσία τους δύο μήνες από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία να διαμορφώνεται στα 1,3 δις ευρώ.

Τα στοιχεία αυτά δείχνουν πως η Ευρώπη διαθέτει ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο έναντι της Ρωσίας. Ο κύριος όγκος εισαγωγών ρωσικής ενέργειας προς την Ευρώπη αφορά φυσικό αέριο μέσω αγωγών. Η ενδεχόμενη διακοπή εισαγωγών φυσικού αερίου θα άφηνε τη Ρωσία δίχως εναλλακτικές αγορές για τη διοχέτευση του: οι υπάρχοντες προορισμοί εκτός Ευρώπης είναι είτε υπερβολικά μικροί για να απορροφήσουν την αδιάθετη ποσότητα, ενώ δεν υπάρχει ακόμα δίκτυο αγωγών ώστε να είναι εφικτή η διοχέτευση ρωσικού φυσικού αερίου σε μεγαλύτερες αγορές.

Η περίπτωση του αργού πετρελαίου είναι πιο περίπλοκη καθώς μεταφέρεται είτε μέσω αγωγών, είτε μέσω δεξαμενόπλοιων προς τους εμπορικούς προορισμούς. Εάν η Ευρώπη διακόψει την εισαγωγή αργού πετρελαίου, τότε η Ρωσία δεν έχει παρά να στραφεί προς την Κίνα, ωστόσο εγείρονται διαχειριστικά ζητήματα που καθιστούν δύσκολη την απορρόφηση του πλεονάζοντος αργού πετρελαίου μέσω του ήδη υπάρχοντος δικτύου προς την Κίνα.

Όσον αφορά τις θαλάσσιες μεταφορές κι εδώ ο ρόλος των ευρωπαϊκών λιμανιών είναι εξαιρετικά σημαντικός για τη Ρωσία. Έξι ευρωπαϊκά λιμάνια (Ρότερνταμ, Μάσβλακτ, Τεργέστη, Γκντάνσκ, Zίμπρουχ και Αμβέρσα) δέχονται το ένα τέταρτο του συνόλου των ρωσικών εξαγωγών ορυκτών καυσίμων μέσω θαλάσσης.

Τέλος, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι απειλές της Ρωσίας δεν είναι αξιόπιστες (non-credible threats). Η διακοπή παροχής φυσικού αερίου προς τις Βουλγαρία και Πολωνία την προηγούμενη εβδομάδα κοστίζει ελάχιστα στα ρωσικά έσοδα. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τη Ρωσία να προχωρά σε αντίστοιχες κινήσεις εναντίον μεγαλύτερων ευρωπαϊκών αγορών, προκαλώντας μια ισχυρή πτώση στα έσοδα της.

Το ποσό που έχει καταβάλει μέχρι στιγμής η Ευρώπη για εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία είναι εξαιρετικά υψηλό. Αναμφίβολα, αυτά τα έσοδα έχουν εμμέσως κατευθυνθεί προς τη χρηματοδότηση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Ένα ολικό εμπάργκο της ΕΕ θα μείωνε σημαντικά τις επιχειρησιακές δυνατότητες του ρωσικού στρατού.

Φυσικά, το εμπάργκο στη Ρωσία συνεπάγεται κόστος και δυσκολίες τόσο για τους Ευρωπαίους καταναλωτές, όσο και για την ευρωπαϊκή βιομηχανία (βλ. προηγούμενο σημείωμα). Το δίλημμα τέθηκε εύστοχα από τον Ιταλό πρωθυπουργό Μάριο Ντράγκι: “Θέλουμε ειρήνη ή το κλιματιστικό αναμμένο;”

Το In Focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 05.05.2022.

Κατηγορίες: Όλες οι δημοσιεύσειςIn Focus
Αναλυτές
Γιώργος Μανάλης Ερευνητής, Παρατηρητήριο Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Ερευνητής, Πανεπιστήμιο Εδιμβούργου
Μάνος Ματσαγγάνης Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Προγράμματος Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη, Καθηγητής στο Πολυτεχνείο Μιλάνου