Παρατηρώντας κανείς την εξέλιξη και τα συστατικά των εγχώριων επενδύσεων από το 1995 έως σήμερα, λαμβάνει μια εικόνα του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, της ανθεκτικότητάς του, καθώς και της δυνατότητάς του να ανακάμψει ύστερα από ισχυρή ύφεση. Η μελέτη της πορείας των επενδύσεων καθιστά ευδιάκριτες τις φάσεις της ελληνικής οικονομίας την τελευταία εικοσαετία, και υποδεικνύει την πορεία που πρέπει να ακολουθηθεί στο μέλλον.

Σύμφωνα με το γράφημα, η Ελλάδα γνώρισε ισχυρή φάση ανάπτυξης (1997-2007), με τον ακαθάριστο σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου να τριπλασιάζεται μέσα σε μία δεκαετία, από 20 δις ευρώ το 1997 σε 60 δις το 2007 (σε σταθερές τιμές 2015). Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, οι επενδύσεις προμηνύουν την ύφεση της οικονομίας. Ενδεικτικό του τι επέρχεται είναι πως το 2010, για πρώτη φορά από το 1995, οι αποσβέσεις κεφαλαίου ξεπερνούν τις επενδύσεις καταδεικνύοντας την αντιστροφή των επενδυτικών κινήτρων και τη δημιουργία ενός επενδυτικού κενού (αρνητική διαφορά επενδύσεων – αποσβέσεων) το οποίο επιμένει μέχρι και σήμερα. Μέσα σε 7 χρόνια, (2007-2014), οι εγχώριες επενδύσεις καταφέρνουν να χάσουν το κερδισμένο έδαφος των προηγούμενων 15 χρόνων πέφτοντας ξανά στο αρχικό επίπεδο των 20 δις. Από εκεί και πέρα, οι επενδύσεις συρρικνώνονται, φτάνοντας το 10,1% του ΑΕΠ το 2019 (έναντι 22.2% στην ΕΕ).

Το γεγονός πως από το 2017 μέχρι και το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης  οι επενδύσεις αδυνατούν να ακολουθήσουν την αναιμική, έστω, αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης υποδεικνύει την προβληματική σύσταση και φύση τους διαχρονικά. Κοιτώντας πίσω, κατά τη φάση ανάπτυξης έως το 2007, οι κατασκευές (δημόσια έργα και κατοικίες) συγκέντρωναν τη μερίδα του λέοντος, αφήνοντας τις παραγωγικές επενδύσεις (σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό) σε δεύτερο πλάνο. Με το πέρας της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, με τα δημόσια έργα σε στασιμότητα και τα νοικοκυριά αποδυναμωμένα, το επενδυτικό κενό εμποδίζει την ελληνική οικονομία να διαμορφώσει την απαραίτητη παραγωγική βάση που θα οδηγήσει στην ανάκαμψη.

Η ισχνή παραγωγική δομή γεννά ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Η ευκαιρία για την επανεκκίνηση των δημόσιων επενδύσεων και τη μερική κάλυψη του επενδυτικού κενού δίνεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Οι στόχοι του για πράσινη μετάβαση και ψηφιακό μετασχηματισμό μπορούν να δώσουν την απαραίτητη ώθηση στις αλλαγές που απαιτεί το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο. Σε πρώτο επίπεδο, η πράσινη μετάβαση θα τροφοδοτήσει μεγάλα δημόσια έργα για την ηλεκτροδότηση των νησιών, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την ενεργειακή αναβάθμιση κτηρίων, ενώ ο ψηφιακός μετασχηματισμός θα διευκολύνει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην καθημερινή λειτουργία τους και στις συναλλαγές τους με το κράτος, παρακινώντας την ιδιωτική πρωτοβουλία να αναπτυχθεί και να προχωρήσει σε μικρές αλλά πολλές παραγωγικές επενδύσεις. Σε δεύτερο επίπεδο, το σχέδιο θα επιτρέψει στο παραγωγικό μοντέλο να ξεφύγει από τις κατασκευές και να επεκταθεί σε επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Οι πόροι των ευρωπαϊκών ταμείων δεν θα αλλάξουν από μόνοι τους την οικονομία της χώρας, ούτε θα διορθώσουν παραγωγικές στρεβλώσεις δεκαετιών. Ωστόσο μπορούν να ανοίξουν το δρόμο για ένα νέο βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης με μακροχρόνιο ορίζοντα.

Το In Focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 09.12.21.

Κατηγορίες: Όλες οι δημοσιεύσειςIn Focus
Αναλυτές
Γιώργος Μανάλης Ερευνητής, Παρατηρητήριο Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Ερευνητής, Πανεπιστήμιο Εδιμβούργου
Μάνος Ματσαγγάνης Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Προγράμματος Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη, Καθηγητής στο Πολυτεχνείο Μιλάνου