Η εναρμονισμένη βάση δεδομένων SHARES της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για την παραγωγή και την κατανάλωση ενέργειας στις χώρες της ΕΕ. Σε αυτό το σημείωμα εστιάζουμε στο μερίδιο συμμετοχής των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) στην κατανάλωση ενέργειας.

Τα δεδομένα για το μερίδιο των ΑΠΕ δείχνουν ότι σε βάθος μίας δεκαετίας έγινε σημαντική πρόοδος για την επίτευξη των στόχων της Πράσινης Συμφωνίας μέχρι το 2050. Ενδεικτικά, ενώ το 2010 υπήρχαν επτά κράτη-μέλη της ΕΕ με μονοψήφιο ποσοστό συμμετοχής των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας, το 2020 δεν υπήρχε ούτε ένα. Μάλιστα, το 2020 μόλις πέντε κράτη μέλη εμφάνιζαν ποσοστό συμμετοχής των ΑΠΕ μεταξύ 10% και 15% (Ολλανδία, Βέλγιο, Ουγγαρία, Μάλτα και Λουξεμβούργο).

Σε τρία από αυτά τα κράτη μέλη (Ολλανδία, Μάλτα και Λουξεμβούργο), το μερίδιο των ΑΠΕ αυξήθηκε μεταξύ 2010 και 2020 κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες περίπου. Σε άλλα τέσσερα, η βελτίωση ήταν ακόμη θεαματικότερη: +14 ποσοστιαίες μονάδες στη Σουηδία, σχεδόν +12 μονάδες στη Φινλανδία, στη Λετονία και στην Ελλάδα. Οι τρεις πρώτες χώρες είναι στην κορυφή της ευρωπαϊκής κατάταξης, με το μερίδιο συμμετοχής των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας να φθάνει το 60% στη Σουηδία, 44% στη Φινλανδία, και 42% στην Λετονία. Στη χώρα μας, το μερίδιο αυτό πέρασε από το 10,1% το 2010 στο 21,7% το 2020.

Η πρόοδος για την επίτευξη των στόχων της Πράσινης Συμφωνίας ήταν ταχύτερη την πενταετία 2015-2020 από ό,τι την προηγούμενη πενταετία 2010-2015. Πράγματι, το μέσο μερίδιο συμμετοχής των ΑΠΕ στην ΕΕ ως σύνολο πέρασε από 14,4% το 2010 σε 17,8% το 2015, και ανέβηκε και άλλο σε 22,1% το 2020. Κάτι παρόμοιο συνέβησε 17 από τα 27 κράτη μέλη. Στην Ολλανδία, το μερίδιο των ΑΠΕ αυξήθηκε μεταξύ 2015 και 2020 κατά 8 και πλέον ποσοστιαίες μονάδες.

Η Ελλάδα ξεπέρασε το στόχο που είχε θέσει από κοινού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (μερίδιο ΑΠΕ 21,7% το 2020, έναντι στόχου 18%). Το 2020 η χώρα μας βρισκόταν στη μέση ακριβώς της ευρωπαϊκής κατάταξης, καταλαμβάνοντας την 14η θέση μεταξύ των 27 κρατών μελών.

Άλλα στοιχεία της ίδιας βάσης δεδομένων SHARES δείχνουν ότι η αιολική ενέργεια ήταν η πιο σημαντική ΑΠΕ: το 2020  συνεισέφερε το 47% της συνολικής παραγωγής ενέργειας από όλες τις ανανεώσιμες πηγές στην Ελλάδα (στην ΕΕ ως σύνολο η συμβολή της αιολικής ενέργειας ήταν 36%). Δεύτερη σπουδαιότερη ΑΠΕ ήταν η υδροηλεκτρική ενέργεια (28% στην Ελλάδα έναντι 33% στην ΕΕ). Ακολουθούσε η ηλιακή ενέργεια (με 23% της συνολικής παραγωγής ΑΠΕ στην Ελλάδα, και 14% στην ΕΕ ως σύνολο). Η παραγωγή καυσίμων που προέρχονται από βιομάζα ήταν σχεδόν άγνωστη (0,1%) στην Ελλάδα, αν και συνεισέφερε το 8% της συνολικής παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ΕΕ. Η συμβολή άλλων ΑΠΕ στη χώρα μας ήταν κάτω από 2% (8% στην ΕΕ).

Η ανάγκη ενίσχυσης της ενεργειακής αυτονομίας της Ευρώπης και της Ελλάδας έχει πρόσφατα αποκτήσει δραματικό χαρακτήρα λόγω της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία. Η στροφή προς τις ΑΠΕ είναι σημαντικό μέσο για την απεξάρτησή μας από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα. Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη για μια τέτοια στροφή.

Παρά την αξιόλογη επίδοση και την πρόσφατη πρόοδο της παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην Ελλάδα, τα περιθώρια βελτίωσης είναι ακόμη μεγάλα. Η χώρα μας διαθέτει τεράστιο πλεονέκτημα, αφού η γεωγραφική της θέση προσφέρει σπουδαίες δυνατότητες εκμετάλλευσης της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας. Το πλεονέκτημα αυτό πρέπει να αξιοποιηθεί καλύτερα.

Το In focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 03.11.2022.

Κατηγορίες: Όλες οι δημοσιεύσειςIn Focus
Αναλυτές
Μάνος Ματσαγγάνης Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Προγράμματος Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη, Καθηγητής στο Πολυτεχνείο Μιλάνου