Σύμφωνα με τις καλοκαιρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο πληθωρισμός στην Ευρώπη θα κορυφωθεί μέσα στο 2022 αλλά θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα και για το 2023. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών για το 2022 εντοπίζονται σε κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης υποδεικνύοντας πως η εκτόξευση των τιμών ενέργειας σε συνδυασμό με τη σημαντική εξάρτηση από τη Ρωσία στον τομέα αυτό καθώς και η απουσία εναλλακτικών πηγών προμήθειας οδηγούν το φαινόμενο. Οι χώρες της Βαλτικής αναμένεται να αντιμετωπίσουν τη μεγαλύτερη αύξηση στο επίπεδο τιμών άνω του 15% για το 2022 (17% σε Εσθονία και Λιθουανία, 15,5% για Λετονία). Η χώρα μας βρίσκεται λίγο πάνω του Ευρωπαϊκού μέσου όρου (8,3%) για το τρέχον έτος αναμένοντας να κλείσει το 2022 με άνοδο της τάξης του 8,9%, ενώ για το 2023, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει σημαντική υποχώρηση στο 3,5%.

Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη για το 2022 και το 2023 προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 7,6% και 4% αντίστοιχα, γεγονός που έχει οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε αλλαγή της χρόνιας πολιτικής χαμηλών επιτοκίων. Ωστόσο, το φαινόμενο είναι σύνθετο και η αντιμετώπισή του επιτάσσει τη σύνθεση νομισματικών και δημοσιονομικών μέτρων.

Συγκεκριμένα, η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ στοχεύει στον περιορισμό της ζήτησης ώστε να μειώσει τις πληθωριστικές πιέσεις. Ο δανεισμός για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά γίνεται ακριβότερος, επομένως αναμένεται να δανείζονται λιγότερο με αποτέλεσμα η ιδιωτική κατανάλωση να μειώνεται και η νέα ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης να διαμορφώνεται σε ένα χαμηλότερο επίπεδο τιμών. Ωστόσο, η κύρια αιτία αύξησης του επιπέδου τιμών στην Ευρώπη εντοπίζεται στην πλευρά της προσφοράς. Οι έντονες αυξήσεις των τιμών εισαγωγής ενέργειας και τροφίμων, οι διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες και οι ελλείψεις βασικών υλικών και πρώτων υλών οδηγούν σε περιορισμό της προσφοράς και στην ακόλουθη αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών. Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα φαινόμενο το οποίο οδηγείται από αυξημένη ζήτηση παρά τη μεγάλη άνοδο της κατανάλωσης μετά το πέρας της πανδημίας.

Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν οι νομισματικές και δημοσιονομικές αρχές θα πρέπει να ενεργοποιήσουν όλα τα διαθέσιμα μέσα ώστε να εξασφαλίσουν πως τα μέτρα αντιμετώπισης του πληθωρισμού δε θα πλήξουν περαιτέρω τη ζήτηση επιδεινώνοντας τη διαφαινόμενη ύφεση. Μέτρο προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η σύσταση και εφαρμογή του Transmission Protection Instrument, ενός προγράμματος επαναγοράς χρέους από την ΕΚΤ, ώστε να προστατευτούν τα πιο ευάλωτα-υπερχρεωμένα κράτη του Νότου από τυχόν κερδοσκοπικές επιθέσεις στην αγορά ομολόγων. Η εφαρμογή του TPI έχει ως στόχο να μειώσει το φαινόμενο κατακερματισμού στους όρους έκδοσης χρέους που ήδη παρατηρείται στην Ευρωζώνη και ταυτόχρονα να διασφαλίσει την ικανότητα των κρατών-μελών να στηρίξουν τις οικονομίες τους το επόμενο διάστημα.

Είναι σημαντικό σε μία εποχή υψηλών επιτοκίων και αυξημένου πληθωρισμού, όπου η ιδιωτική δαπάνη αναμένεται να μειωθεί, η δημόσια δαπάνη να αναλαμβάνει πρωτεύοντα ρόλο στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας. Προγράμματα όπως το ΤPI καθώς επίσης και οι διαθέσιμοι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αποτελούν ευκαιρίες για τα κράτη

μέλη ώστε να εφαρμόσουν μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική – κατάλληλη για τη στήριξη της οικονομίας – χωρίς τον κίνδυνο εκτροχιασμού των δημοσιονομικών τους μεγεθών.

 

Το In Focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 03.08.2022.

Κατηγορίες: Όλες οι δημοσιεύσειςIn Focus
Αναλυτές
Μάνος Ματσαγγάνης Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Προγράμματος Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη, Καθηγητής στο Πολυτεχνείο Μιλάνου
Γιώργος Μανάλης Ερευνητής, Παρατηρητήριο Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Ερευνητής, Πανεπιστήμιο Εδιμβούργου