Το έργο αποτέλεσε κοινή προσπάθεια του Προγράμματος Νοτιοανατολικής Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ και του Ιδρύματος Friedrich Ebert στην Αθήνα, στο πλαίσιο των προσπαθειών των δύο οργανισμών να προωθήσουν την ένταξη των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ.

Με το ξέσπασμα της κρίσης, τα ζητήματα που περιβάλλουν την ένταξη αναβαθμίστηκαν. Τα πλουσιότερα κράτη της ΕΕ εμφανίζονταν όλο και πιο επιφυλακτικά, όχι μόνο απέναντι στους λιγότερο τυχερούς εταίρους τους στην ΕΕ, αλλά και απέναντι σε προβληματικά κράτη εκτός ΕΕ. Οι χώρες εντός της ΕΕ, που αντιμετώπιζαν τις δικές τους κρίσεις, φάνηκε να υποβαθμίζουν τις προσπάθειες διεύρυνσης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, η οποία προηγουμένως ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές των βαλκανικών διευρύνσεων και επρόκειτο να αναλάβει την προεδρία της ΕΕ.

Το προτεινόμενο σχέδιο αποτελούνταν από δύο σκέλη. Το πρώτο, ευρύτερο  σκέλος στόχευε να εμβαθύνει στην τρέχουσα κατάσταση και τα προβλήματα της διαδικασίας ένταξης στην ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια. Επιδίωξε να διερευνήσει αυτά τα ζητήματα και να παράσχει συστάσεις πολιτικής, ιδίως υπό το πρίσμα της επικείμενης ελληνικής προεδρίας της ΕΕ. Το δεύτερο σκέλος επικεντρώθηκε στην Αλβανία και στο πλαίσιο της διαδικασίας ένταξης της Αλβανίας στην ΕΕ, το έργο εξέτασε διεξοδικά την τρέχουσα κατάσταση και τις προκλήσεις των ελληνοαλβανικών σχέσεων.

Το δεύτερο σκέλος του έργου υλοποιήθηκε από κοινού με το Albanian Institute for International Studies (AIIS) των Τιράνων, το οποίο είχε εξασφαλίσει τα ίδια κεφάλαια σε τοπικό επίπεδο για όλες τις απαραίτητες έρευνες και δραστηριότητες που διεξήχθησαν στην Αλβανία.

Το έργο χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Friedrich Ebert Athens.